- ἁλτήρων
- ἁλτήρmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλτηρία — η ἁλτηρία, η (Α) [ἁλτήρ] η χρήση αλτήρων, το πήδημα με τους αλτήρες … Dictionary of Greek
κορυνοβακτήριο — το γένος βακτηρίων που περιλαμβάνει θετικά κατά Gram βακτηρίδια και κοκκοβακτηρίδια, συχνά κεκαμμένα ή υπό μορφή αλτήρων, αυστηρώς αερόβια ή προαιρετικώς αναερόβια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. corynobacterium < coryno (πρβλ. κορύνη) +… … Dictionary of Greek